Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΝΟΜΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΤΕΛΟΣ ΣΤΙΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΗΛΩΘΕΙΣΑΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.

Ι/ Στόχος και σκοπός του Δικηγόρου στο Ποινικό Δικαστήριο είναι να παροπλίζει τον αντίπαλο. Να τον απονευρώνει ώστε αδύναμος υπερασπιστικά να υπολειτουργεί κατά την διάρκεια της ποινικής δίκης.
Ποιος άλλωστε δεν πιστεύει ότι η ποινική Δίκη είναι ένας «πόλεμος» που για να επιτύχει θέλει στρατηγική, ευελιξία, μεθοδικότητα, οργάνωση, καίρια χτυπήματα….
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής για την επιτυχή έκβαση της ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος συχνά υποβάλει προς το Ποινικό Δικαστήριο τις «ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ» του κατά της σε βάρος του ασκηθείσας απ’ τον αντίδικό του, δηλώσεως Παραστάσεως Πολιτικής Αγωγής.
Η Δήλωση Παράστασης Πολιτικής Αγωγής ως γνωστόν γίνεται προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας (πριν την εξέταση του πρώτου μάρτυρα) απ’ τον Δικηγόρο που εκπροσωπεί τον άμεσα παθόντα (θύμα) της ποινικής δίκης. Η δήλωση διατυπώνεται προφορικά και έως πρότινος, έπρεπε να δηλωθεί στο ποινικό Δικαστήριο, εντός «ΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ» (εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα) αφότου ο παθών (το θύμα) ελάμβανε γνώση της ζημίας του, αλλά και του προσώπου που του προκάλεσε την αξιόποινη πράξη.

Υπάρχουν ποινικές υποθέσεις που το θύμα δηλώνει ήδη από τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεώς του (μηνύσεώς του), ότι θα παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, ενώπιον του αρμοδίου Ποινικού Δικαστηρίου, εναντίον του μετέπειτα κατηγορουμένου και μάλιστα καταθέτει μαζί με το σχετικό παράβολο εγκλήσεως και παράβολο πολιτικής αγωγής.
Πλην όμως παρά την πρόνοιά του αυτή, το θύμα ξεχνά (παραλείπει) πολλές φορές να δηλώσει ή καλύτερα να επαναλάβει την ήδη δηλωθείσα κατά την προδικασία παράσταση πολιτικής αγωγής του και ενώπιον του αρμοδίου Ποινικού Δικαστηρίου (Μονομελούς ή Τριμελούς Πλημ/κειου εφόσον πρόκειται π.χ. για πλημμέλημα) εντός πενταετίας αφότου τελέστηκε η σε βάρος του αξιόποινη πράξη ή εντός πενταετίας από τότε που την δήλωσε στην προδικασία.
Στις περιπτώσεις αυτές ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής, όταν δήλωνε πολιτική αγωγή για πρώτη φορά τότε (μετά την πενταετία) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος βρισκόταν μπροστά στην εξής πραγματικότητα: Ο συνήγορος της Υπερασπίσεως προέβαλε αντιρρήσεις, τονίζοντας ότι η απαίτηση του πολιτικώς ενάγοντος έχει ήδη υποπέσει σε πενταετή παραγραφή (άρθρο 932 ΑΚ, 937 ΑΚ), οι αντιρρήσεις γίνονταν δεκτές και το ποινικό δικαστήριο ΑΠΕΒΑΛΕ από την ποινική δίκη τον Δικηγόρο του παθόντος.
Αυτό σε πολλές περιπτώσεις ήταν μεγάλο πλήγμα για τον παθόντα του εγκλήματος, διότι έμενε μόνος, χωρίς συνήγορο καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινική δίκης και ένοιωθε αποδυναμωμένος να αρθρώσει σοβαρό και εμπεριστατωμένο σε βάρος του κατηγορούμενου λόγο, με άμεσο αποτέλεσμα αρκετές φορές η Δίκη να χάνεται για το θύμα εξαιτίας του ή εξαιτίας της αμέλειας του συνηγόρου του!!!
Προσωπικά είχα επενδύσει ιδιαιτέρως στο θέμα της υποβολής αντιρρήσεων κατά της δηλωθείσης παράστασης πολιτικής αγωγής για τον συγκεκριμένο λόγο – καθ’ ότι τυγχάνω έως σήμερα – πολύ περισσότερο συνήγορος υπερασπίσεως κατηγορουμένων, παρά πολιτικώς εναγόντων (θυμάτων).
Όμως αυτή η πεπατημένη έχει ήδη αρχίζει να αλλάζει: Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μία ουσιώδης μεταστροφή της νομολογίας των ποινικών Δικαστηρίων, επί του όλου αυτού θέματος και είναι ευχάριστο ότι η Νομολογία αυτή διαμορφώνεται απ’ τις αποφάσεις των κατώτερων και ανώτερων ποινικών δικαστηρίων, ήτοι απ’ τα κάτω προς τα επάνω.
Έχω τονίσει κατ’ επανάληψη ότι οι νέοι Δικαστές γνωρίζουν γράμματα πολλά και καλά, ασχέτως της αυστηρότητος που τους διακρίνει στην πλειοψηφία τους. Μπορεί να στερούνται πείρας, ευελιξίας και κοινωνικής αντιληπτικής ικανότητας, όμως όλα αυτά με τον καιρό και την πείρα έρχονται από μόνα τους.
Ο λόγος που μεταστρέφεται αργά αλλά σταθερά η νομολογία στο συγκεκριμένο θέμα – ορθώς κατ’ εμέ – είναι διότι τα ποινικά δικαστήρια αρχίζουν να εφαρμόζουν και επί της πολιτικής αγωγής το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4139/2013.
Μάλιστα αρχίζουν να εφαρμόζουν το άρθρο 261 ΑΚ ακόμα και επί εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν τον Ν 4139/2013.
ΙΙ/ Ειδικότερα: Σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν 4139/2013 αντικαταστάθηκε το παλιό άρθρο 261 ΑΚ με το νέο 261 ΑΚ, το οποίο ισχύει έως σήμερα και ρητά προβλέπει πλέον ότι η παραγραφή διακόπτεται με την άσκησης της αγωγής και αρχίζει πάλι από την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Στην παρ. 2 άρθρο 261 ΑΚ ορίζεται ότι αν οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων απ’ αυτούς, η παραγραφή αρχίζει πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ενώ στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης και τέλος στην παρ. 3 άρθρου 261 ΑΚ ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 261 ΑΚ υπό την νέα μορφή, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
ΙΙΙ/ Ο Ν 4139/013 έχει χρόνο έναρξης 20 – 03 – 2013 (τότε δημοσιεύθηκε στο σχετικό ΦΕΚ) και το ερώτημα είναι: Τι γίνεται με ένα ποινικό αδίκημα π.χ. σωματική βλάβη που τελέστηκε το 2009 ήτοι ενόσω ίσχυε το παλιό 261 ΑΚ και στο πλαίσιο του οποίου (αδικήματος) ο παθών ναι μεν δηλώνει με την έγκλησή του πολιτική αγωγή το 2009, πλην όμως ενώ η υπόθεσή του ήρθε να συζητηθεί στο ποινικό Δικαστήριο το 2015 (μετά από έξι χρόνια) δηλώνει τότε (2015) για πρώτη φορά πολιτική αγωγή, χωρίς απ’ το 2009 έως το 2015 να έχει επαναλάβει την δήλωσή του αυτή.
Ερώτημα: Πρέπει εφόσον υποβληθούν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου το 2015 αντιρρήσεις επί της δηλωθείσης παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, να αποβληθεί από την διαδικασία ο πολιτικώς ενάγων ναι ή όχι;
Εάν δεν είχε ψηφισθεί ο Ν 4139/2013 και δεν είχε αλλάξει το 261 ΑΚ, σίγουρο είναι ότι θα έπρεπε να γίνουν δεκτές οι αντιρρήσεις κατά της πολιτικής αγωγής, λόγω παραγραφής της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος (δήλωσή της μετά παρέλευση πενταετίας από τον χρόνο τέλεσης της πράξεως) και να αποβληθεί από την ποινική δίκη.
Από την στιγμή όμως που εν τω μεταξύ, ήτοι από τον χρόνο τέλεσης της πράξεως και δηλώσεως με την έγκληση πολιτικής αγωγής (2009) έως και τον χρόνο δηλώσεως της πολιτικής αγωγής στο ποινικό ακροατήριο (2015) ψηφίστηκε ο Ν 4139/2013 με χρόνο έναρξης 20 – 03 – 2013 και άλλαξε κατά τα ανωτέρω το 261 ΑΚ τότε δέον όπως απορριφθούν οι αντιρρήσεις κατά της δηλωθείσης παραστάσεως πολιτικής αγωγής, χωρίς να παίζει ρόλο ότι έχει παρέλθει πενταετία από τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (2009) έως τον χρόνο δηλώσεως για πρώτη φορά της πολιτικής αγωγής στο Ποινικό δικαστήριο το 2015.
IV/ Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι με την παραδοχή αυτή, θίγονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως υπέρ αυτού κατ’ άρθρον 510 παρ. 1 Α ΚποινΔ (απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο άρθρο 171 ΚποινΔ).
Πράγματι κατ’ άρθρον 171 ΚποινΔ μεταξύ άλλων απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: «2.. Αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στην διαδικασία του ακροατηρίου».
Θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει ευσχήμως κανείς, ότι δεν είναι δυνατόν από την στιγμή που το νέο 261 ΑΚ ισχύει από 20 – 03 – 2013 που δημοσιεύθηκε ο Ν 4139/2013, να καταλαμβάνει και ποινικές υποθέσεις με χρόνο τέλεσης πριν την 20 – 03 – 2013 όπου ίσχυε το παλιό 261 ΑΚ.
Η εφαρμογή του Ν 4139/2013 και για τις ποινικές υποθέσεις που ήταν εκκρεμείς πριν την 20 – 03 – 2013 και η διάσωση μέσω του νέου 261 ΑΚ της πολιτικής αγωγής που δηλώθηκε στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου μετά 5ετία από τον χρόνο τέλεσης της πράξεως ή της υποβολής της εγκλήσεως, σημαίνει (μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος) ότι μεταξύ δύο ή περισσοτέρων νόμων που ίσχυσαν από τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (εν προκειμένω 2009) έως την εκδίκαση της (εν προκειμένω 2015) εφαρμόστηκε τελικά στο θέμα κρίσης των αντιρρήσεων του κατηγορουμένου, επί της δηλωθείσης το 2015 πολιτικής αγωγής, όχι ο Νόμος που εμπεριείχε τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, αλλά ο δυσμενέστερος (Ν 4139/2013) βάσει του οποίου διεσώθη η πολιτική αγωγή, ενώ έπρεπε να αποβληθεί.
V/ Φρονώ ότι δεν έχει βάση μία τέτοια προβληματική και συντάσσομαι με όσους Νομικούς και Δικαστές έχουν έως σήμερα αγγίξει το όλο ζήτημα και έχουν καταλήξει εις τα εξής:
1/ Με βάση το νέο 261 ΑΚ (ισχύει από 20 – 03 - 2013 έως σήμερα) η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία συνιστά ΑΣΚΗΣΗ ΑΓΩΓΗΣ (μην ξεχνάμε την πάγια θέση θεωρίας και νομολογίας ότι η πολιτική αγωγή έχει μεικτό χαρακτήρα ήτοι αστικό και ποινικό). Τούτο σημαίνει ότι αν η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής γίνει στην προδικασία (π.χ. με την μήνυση ή έγκληση) ή στο ακροατήριο, διακόπτεται ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ η 5ετής (στα πλημμελήματα) παραγραφή της αξιώσεως του παθόντος, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕΙ όπως συμβαίνει υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (παλιό 261 ΑΚ).
2/ Η επανέναρξη της παραγραφής υπό το νέο 261 ΑΚ αρχίζει ΜΕΤΑ την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (από το ποινικό δικαστήριο). Αν λοιπόν με την κατάθεση της εγκλήσεως το 2009 (στο παράδειγμα εργασίας του κειμένου) δηλώθηκε πολιτική αγωγή π.χ. 30 ευρώ με ρητή επιφύλαξη, ακόμη κι αν δεν ασκήθηκε αγωγή μέσα στην 5ετία για περαιτέρω ποσό, ακόμη κι αν δεν δηλώθηκε η πολιτική αγωγή των 30 ευρώ και πάλι εντός της 5ετίας από τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου, ΔΕΝ ΕΧΕΙ υποπέσει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, διότι με το νέο 261 ΑΚ έχει διακοπεί η παραγραφή από το 2009 με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην έγκληση του, έως ότου εκδοθεί ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ απόφαση ποινικού Δικαστηρίου.
3/ Το 261 παρ. 2 ΑΚ δεν εφαρμόζεται στο ποινικό Δικαστήριο. Δηλαδή δεν εφαρμόζονται τα περί επανέναρξης παραγραφής μετά από αδράνεια των διαδίκων, διότι η έναρξη και η πρόοδος της ποινικής δίκης δεν εξαρτάται από την βούληση των μερών όπως στο Αστικό Δικαστήριο.
4/ Με το νέο 261 ΑΚ η πολιτική αγωγή αποβάλλεται ΜΟΝΟΝ εάν ο παθών δεν την είχε δηλώσει καθόλου εντός της προβλεπομένης εκ του νόμου προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης του (προ 5ετίας π.χ. αν είναι πλημμέλημα, 15ετίας η 20ετίας π.χ. εάν είναι κακούργημα, 2ετίας π.χ. εάν είναι πταίσμα).
5/ Σε σχέση με τις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την ψήφιση και ισχύ του Ν 4139/2013 (20 – 03 – 2013) ήδη προβλέπει η παρ. 3 άρθρου 261 ΑΚ ότι εφαρμόζεται το νέο 261 ΑΚ και γι’ αυτές.
Εννοείται όμως ότι μιλάμε για εκκρεμείς υποθέσεις που δεν έχουν παραγραφεί έως 20 – 03 – 2013 (έναρξη ισχύος Ν 4139/2013) διότι γι’ αυτές που ήδη έχει συμπληρωθεί η παραγραφή τους έως 20 – 03 – 2013 δεν νοείται από νομικής πλευράς ΑΝΑΒΙΩΣΗ παραγεγραμμένης αξίωσης.
6/ Όσον αφορά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ δεν έχει έρεισμα εν προκειμένω και δεν μπορεί να γίνει επίκλησή του, ότι δηλαδή εφαρμόζεται νόμος μεταγενέστερος σε βάρος του κατηγορουμένου, διότι η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1 Ν 4139/2013 και η μέσω αυτού αντικατάσταση του 261 ΑΚ δεν είναι ούτε διάταξη ουσιαστικού ποινικού Νόμου, ούτε Δικονομικός κανόνας. Η κρατούσα γνώμη στην νομολογία, δέχεται ότι το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους μη ουσιαστικούς Ποινικούς νόμους δηλαδή στους Δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι έχουν πάντα αναδρομική ισχύ. Η διάταξη όμως του άρθρου 101 παρ. 1 Ν 4139/2013 είναι καθαρά αστικού χαρακτήρα. Ούτε καν ποινική διάταξη ώστε να μπούμε στον προβληματισμό να την αξιολογήσουμε από ουσιαστικής ή δικονομικής πλευράς προκειμένου να κρίνουμε εάν θα πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ ή όχι.
Ως καθαρά αστική η εν λόγω διάταξη (261 ΑΚ) δεν επιφέρει καμία μεταβολή στα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, τα δικαιώματά του και η θέση του στην ποινική δίκη, δεν αλλοιώνεται από το νέο 261 ΑΚ. Το νέο 261 ΑΚ απλώς ρυθμίζει διαφορετικά την προθεσμία παραγραφής της αστικής αξίωσης του ζημιωθέντος. Το ότι ο πολιτικώς ενάγων δύναται τις αστικές αξιώσεις του να τις φέρει και στο ποινικό δικαστήριο, αυτό δεν είναι νέο, υπήρχε και υπό το παλαιό 261 ΑΚ. Συνεπώς η νέα ρύθμιση της παραγραφής με το νέο 261 ΑΚ δεν σημαίνει ότι το άρθρο αυτό από καθαρά αστικό, γίνεται ποινικό.
7/ Δεν μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι με το νέο 261 ΑΚ και την παραμονή στην ποινική δίκη ενός προσώπου που έπρεπε άλλως να αποβληθεί, επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου.
Ως ανωτέρω ελέχθη το νέο 261 ΑΚ δεν εφαρμόζεται υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος, εάν κατά τον χρόνο έναρξης του Ν 4139/2013 (20 – 03 – 2013) ήδη είχε παραγραφεί η αξίωσή του.
Εάν όμως έως της 20 – 03 – 2013 (θέση σε ισχύ του Ν 4139/2013) δεν είχε παραγραφεί η αξίωσή του, αυτό σημαίνει ότι και με το παλιό 261 ΑΚ ο πολιτικώς ενάγων είχε την χρονική δυνατότητα να δηλώσει την πολιτική του αγωγή εντός 5ετίας (μετά την 20 – 03 – 2013) ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου, ώστε να διακόψει την παραγραφή της αξιώσεώς του.
Απλώς με το νέο 261 ΑΚ εφόσον έως 20 – 03 – 2013 δεν είχε παραγραφεί η αξίωσή του, δεν χρειάζεται να σπεύσει, ώστε εντός 5ετίας από τον χρόνο τέλεσης της πράξεως ή της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής του κατά την προδικασία, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και στο ποινικό δικαστήριο, διότι αυτομάτως παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεώς του, έως εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως υπό του ποινικού δικαστηρίου.
Επομένως και μετά τον Ν 4139/2013 ίδια παραμένει η θέση του πολιτικώς ενάγοντος, όπως πριν. Δεν μεταβάλλεται και δεν αποκτά περισσότερα δικαιώματα σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού μπορεί να δηλώσει εντός 5ετίας πολιτική αγωγή και να την σώσει.
8/ Το ποινικό δίκαιο δεν προάγεται μέσω υποθέσεων: Ουδείς δύναται να υποστηρίξει ότι η αδράνεια του πολιτικώς ενάγοντος υπό το παλαιό 261 ΑΚ θα ήταν δεδομένη, δηλαδή ότι δεν θα δήλωνε εντός 5ετίας από τον χρόνο τελέσεως της πράξεως πολιτική αγωγή και στο ποινικό δικαστήριο ώστε να διακόψει την παραγραφή, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Ν 4139/2013 που τον διευκόλυνε, απαλλάσσοντάς τον απ’ την υποχρεωτική ενάσκηση μίας τέτοιας δηλώσεως του. Το πιο λογικό είναι ότι ο παθών μετά τον Ν 4139/013 δεν προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής επειδή ακριβώς με νέο 261 ΑΚ δεν του επιβάλλεται πλέον τέτοια υποχρέωση.
9/ Άλλως αν δούμε την διάταξη του 261 ΑΚ όχι ως καθαρά αστική, αλλά ως ποινική τότε σαφώς και ανήκει στο χώρο του Δικονομικού Δικαίου και όχι του ουσιαστικού ποινικού Δικαίου, άρα δεν εμπίπτει στο ρυθμικό πεδίο του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγματος και 2 παρ. 1 ΠΚ.
Κλείνοντας θέλω να πω ότι το όλο ζήτημα δεν έχει ακόμα απασχολήσει απ’ ότι γνωρίζω τον Άρειο Πάγο. Όμως σε επίπεδο Τριμελούς Πλημ/κειου Σπάρτης και Εφετείου Ναυπλίου έχει ήδη κριθεί υπέρ των εδώ θέσεων.
Οφείλω να συγχαρώ για το πόνημά του, τον άγνωστο παντελώς εις εμέ Πρόεδρο Πρωτοδικών Χαράλαμπο Θ. Σεβαστίδη, ο οποίος σε άρθρο – μελέτη του δημοσιευθείσα στην ποινική Δικαιοσύνη μηνών Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2015 έλυσε κάθε νομικό μου προβληματισμό επί του εδώ ζητήματος, όπως βεβαίως πριν τον εν λόγω Δικαστή, οφείλω να συγχαρώ εξίσου και τον μέχρι πρότινος Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Σπάρτης Αντώνιο Βόμβα, ο οποίος ήδη από τον Μάιο του 2015 είχε ως μειοψηφών Δικαστής διατυπώσει παρόμοια θέση, εξίσου νομικά εμπεριστατωμένη, αντίθετη της τότε δικής μου διαφορετικής απόψεως.
Σήμερα έχω αλλάξει γνώμη, προσπορίζομαι την άποψή του και τολμώ να πω ότι είχα λάθος.
Χρήστος Α. Πλειώτας
Δικηγόρος

Πηγή: www.facebook.com/xpliotas/posts

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.