ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αθήνα, 6-11-2012
Για ακόμα μία φορά
διαπιστώνουμε με θλίψη ότι γνωστοί κύκλοι εγχώριων συμφερόντων – υπό το μανδύα
των πιεστικών διλημμάτων της τρόικας – κατορθώνουν να παρεισφρύσουν στη
διαδικασία παραγωγής του νομοθετικού έργου και να καθορίσουν αποφασιστικά την
πορεία της, παραμερίζοντας και υποκαθιστώντας πλήρως τους αρμόδιους θεσμικούς
παράγοντες, αδιαφορώντας για την επιχειρηματολογία και τις σχετικές ενστάσεις
τους. Η χθεσινή άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Αντώνη Ρουπακιώτη να προσυπογράψει
το κατατεθέν νομοσχέδιο αποδεικνύει περίτρανα το γεγονός ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν προέκυψαν
ως αποτέλεσμα πρωτοβουλίας και επεξεργασίας του αρμόδιου Υπουργείου, αλλά
εξωθεσμικών παραγόντων, που δεν διστάζουν να επιβάλλουν τις ιδιοτελείς
εμπνεύσεις τους, συνοδευόμενες από την άσκηση αθέμιτων και εκβιαστικών πιέσεων
σε βάρος ανώτατων δημόσιων λειτουργών.
Οι ρυθμίσεις του νέου μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016 που φέρονται προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο υπό τη διαδικασία του κατεπείγοντος δίχως να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, όλες σε ένα νομοσχέδιο – ασχέτως θεματικής ενότητας – με στόχο τη θέση εκβιαστικών διλημμάτων κομματικής πειθαρχίας στους Βουλευτές ώστε να εξασφαλιστεί η υπερψήφισή τους, κινούνται και όσον αφορά στο χώρο της Δικαιοσύνης εκτός των πλαισίων του δικαιικού μας συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα,
α) Η πρόβλεψη περί δυνατότητας
μετατροπής της κινούμενης από δύο έως πέντε έτη περιοριστικής της ελευθερίας
ποινής σε χρηματική καταδεικνύει μία λογιστική-εισπρακτική
προσέγγιση του σωφρονιστικού δικαίου της χώρας και εισάγει μία ανεξήγητη λογική
υποτίμησης και ευτελισμού εντέλει των προστατευόμενων έννομων αγαθών,
αν δεν θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί – όλως αναιτιολόγητα – τους δράστες ωθώντας τους
στην απερίσκεπτη τέλεση νέων αδικημάτων ή έχει θεσπιστεί «φωτογραφικά», προς όφελος της εξυπηρέτησης
συγκεκριμένων δραστών οικονομικών κυρίως εγκλημάτων. Σε κάθε
περίπτωση, η εν λόγω πρόβλεψη νοθεύει πρωτοφανώς το χαρακτήρα και την αποστολή
του ποινικού δικαίου στη χώρα, ενθαρρύνοντας
τη διάπραξη αδικημάτων και αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον αποτελεσματικό
κολασμό της εγκληματικής δραστηριότητας.
β) Η αύξηση του ποσοστού του καταβαλλόμενου επί
του αντικειμένου της ένδικης διαφοράς δικαστικού ενσήμου επιβεβαιώνει
πλήρως την καθαρά εισπρακτική προσέγγιση των δήθεν μεταρρυθμίσεων που καταλήγουν να
αποτρέπουν τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη,
ενός δικαιώματος που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό
ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, καθιστώντας την πια εν τοις πράγμασι
(ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης) ένα αγαθό πολυτελείας. Η αγωνιώδης
προσπάθεια των κυβερνώντων και των συμβούλων τους για την πάση θυσία κάλυψη των
ταμειακών δυσχερειών του κράτους προκύπτει ευκρινέστατα και από την πρωτοφανή
πρόβλεψη περί προσαύξησης κατά την είσπραξη κατά ποσοστό 110% των επιβαλλόμενων
σε χρήμα ποινών ή των μετατρεπόμενων στερητικών της ελευθερίας ποινών. Μέσω όλων των ανωτέρω καινοτομιών
δείχνει να προκρίνεται εκ μέρους της συντεταγμένης πολιτείας η λογική «παρανομήστε,
πληρώστε, απαλλαγείτε»…
γ) Ο προσδιορισμός του τρόπου
καθορισμού της αμοιβής του απασχολούμενου με καθεστώς πάγιας μηνιαίας
αντιμισθίας Δικηγόρου κατόπιν ελεύθερης συμφωνίας με τον εντολέα του, σε
αντίθεση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, υποβιβάζει
το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών και ενθαρρύνει πρακτικές εκμετάλλευσης και
«υπαλληλοποίησής»
υπό συνθήκες εξοντωτικού και αθέμιτου ανταγωνισμού, που δεν προάγουν την έννοια
της Δικαιοσύνης. Η αναζήτηση μειοδοτικών προσφορών
απαξιώνει το έργο του Δικηγόρου και καταλήγει να ευνοεί τη συγκέντρωση πλούτου
και δικηγορικής ύλης στα χέρια των ολίγων που έχουν προσβάσεις σε κέντρα
ευνοιοκρατίας που προωθούν τις προσλήψεις.
δ) Ως προς το ζήτημα της παράστασης
των Δικηγόρων κατά την υπογραφή συμβολαίων, όπως κατά το παρελθόν επανειλημμένα
τονίσαμε, η διαδικασία αυτή είναι εκ της φύσεώς της άμεσα συνδεδεμένη με
λεπτομερειακά ζητήματα νομικού χαρακτήρα, η επεξεργασία και η επίλυση των
οποίων προϋποθέτει την ειδική κατάρτιση και τις γνώσεις ενός Δικηγόρου, η
συμμετοχή του οποίου παρέχει ασφαλιστική δικλείδα σύμφωνης με το νόμο
διεκπεραίωσης της σχετικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, το εμπράγματο δικαίωμα της
κυριότητας επί ακινήτων συνεπάγεται - όχι σπάνια – την επιβάρυνσή του με σειρά
εμπράγματων βαρών (και μάλιστα κληρονομητών και μεταβιβάσιμων), η ύπαρξη των
οποίων επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό τη διαδικασία μεταβίβασης των ακινήτων. Για
το λόγο αυτό η καταγραφή και η επισήμανσή τους καθίσταται επιτακτική έτσι ώστε
να προστατευτεί η ασφάλεια των συναλλαγών και να αποφευχθούν περιουσιακές
μετακινήσεις με υψηλότατο πολλές φορές οικονομικό διακύβευμα, δίχως να έχει
προηγηθεί η απαραίτητη περίσκεψη και η συνολική – από την άποψη της νομικής
κατάστασης – θεώρηση του μεταβιβαζόμενου ακινήτου.
Δεν μπορούμε φυσικά να μην επισημάνουμε τις παλινωδίες και τις αποκλίσεις μεταξύ του κειμένου της νομοθετικής ρύθμισης και της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης, καθώς ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων ποσών συναλλαγής για τα οποία παραμένει η υποχρεωτικότητα της παράστασης Δικηγόρου διαφέρει κατά περίπτωση (60.000 και 80.000 ευρώ αντίστοιχα), γεγονός που αποδεικνύει τον εντελώς πρόχειρο και απερίσκεπτο χαρακτήρα της εν λόγω νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Σημειώνουμε επιπρόσθετα και τη ρητή ομολογία του συντάκτη της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί, επί λέξει, «… α) η εγκυρότητα της μεταβίβασης της κυριότητας ή άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων στα ακίνητα, ενόψει και της έλλειψης κτηματογράφησης, της μη ύπαρξης περιουσιολογίου του Δημοσίου και Δασολογίου, β) η προστασία του αγοραστή από όρους που θα συμφωνήσει με τον πωλητή καθώς και από τις εγγυήσεις που θα παράσχει σε αυτόν ή σε τρίτους, ιδία δε όταν εμπλέκονται και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Από την εν λόγω διατύπωση συνάγεται αναντίρρητα ομολογία της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής περί της υψηλής αποστολής που καλείται να επιτελέσει κατά την υπογραφή συμβολαίων ο Δικηγόρος ως νομικός παραστάτης, αποσαφηνίζοντας τους επιμέρους όρους και διασφαλίζοντας την εγκυρότητα των σχετικών περιουσιακών μετακινήσεων προς όφελος των συμφερόντων των συμβαλλόμενων. Παρόλα αυτά, ο νομοθέτης – άγνωστο γιατί … - επιλέγει να παραβλέψει την ως άνω παραδοχή και να θεσπίσει ρύθμιση καθόλα αντίθετη, κατά τους κανόνες της λογικής, της κοινής πείρας και της αγοράς, προς την ανωτέρω παραδοχή, φαλκιδεύοντας ανεπίτρεπτα τα συμφέροντα των συναλλασσόμενων και διαταράσσοντας την ασφάλεια των συναλλαγών.
Όλες οι ανωτέρω ρυθμίσεις προωθήθηκαν και πάλι εντελώς αιφνιδιαστικά, κατά πλήρη παραγκωνισμό κάθε έννοιας δημόσιου διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και δίχως την παραμικρή ενημέρωση του δικηγορικού σώματος, που έχει από καιρό καταθέσει αρμοδίως συγκεκριμένες και απόλυτα τεκμηριωμένες προτάσεις. Εντελώς ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το κείμενο του σχεδίου νόμου δεν μας εδόθη από τους αρμόδιους κυβερνητικούς φορείς και μόλις χτες κρίθηκε σκόπιμο να μας αποσταλούν δύο σελίδες με τις διατάξεις που αφορούν στη Δικαιοσύνη και στους Δικηγόρους ...
Δεν μπορούμε φυσικά να μην επισημάνουμε τις παλινωδίες και τις αποκλίσεις μεταξύ του κειμένου της νομοθετικής ρύθμισης και της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης, καθώς ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων ποσών συναλλαγής για τα οποία παραμένει η υποχρεωτικότητα της παράστασης Δικηγόρου διαφέρει κατά περίπτωση (60.000 και 80.000 ευρώ αντίστοιχα), γεγονός που αποδεικνύει τον εντελώς πρόχειρο και απερίσκεπτο χαρακτήρα της εν λόγω νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Σημειώνουμε επιπρόσθετα και τη ρητή ομολογία του συντάκτη της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί, επί λέξει, «… α) η εγκυρότητα της μεταβίβασης της κυριότητας ή άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων στα ακίνητα, ενόψει και της έλλειψης κτηματογράφησης, της μη ύπαρξης περιουσιολογίου του Δημοσίου και Δασολογίου, β) η προστασία του αγοραστή από όρους που θα συμφωνήσει με τον πωλητή καθώς και από τις εγγυήσεις που θα παράσχει σε αυτόν ή σε τρίτους, ιδία δε όταν εμπλέκονται και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Από την εν λόγω διατύπωση συνάγεται αναντίρρητα ομολογία της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής περί της υψηλής αποστολής που καλείται να επιτελέσει κατά την υπογραφή συμβολαίων ο Δικηγόρος ως νομικός παραστάτης, αποσαφηνίζοντας τους επιμέρους όρους και διασφαλίζοντας την εγκυρότητα των σχετικών περιουσιακών μετακινήσεων προς όφελος των συμφερόντων των συμβαλλόμενων. Παρόλα αυτά, ο νομοθέτης – άγνωστο γιατί … - επιλέγει να παραβλέψει την ως άνω παραδοχή και να θεσπίσει ρύθμιση καθόλα αντίθετη, κατά τους κανόνες της λογικής, της κοινής πείρας και της αγοράς, προς την ανωτέρω παραδοχή, φαλκιδεύοντας ανεπίτρεπτα τα συμφέροντα των συναλλασσόμενων και διαταράσσοντας την ασφάλεια των συναλλαγών.
Όλες οι ανωτέρω ρυθμίσεις προωθήθηκαν και πάλι εντελώς αιφνιδιαστικά, κατά πλήρη παραγκωνισμό κάθε έννοιας δημόσιου διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και δίχως την παραμικρή ενημέρωση του δικηγορικού σώματος, που έχει από καιρό καταθέσει αρμοδίως συγκεκριμένες και απόλυτα τεκμηριωμένες προτάσεις. Εντελώς ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το κείμενο του σχεδίου νόμου δεν μας εδόθη από τους αρμόδιους κυβερνητικούς φορείς και μόλις χτες κρίθηκε σκόπιμο να μας αποσταλούν δύο σελίδες με τις διατάξεις που αφορούν στη Δικαιοσύνη και στους Δικηγόρους ...
Είναι πλέον εμφανές ότι
βιώνουμε κάτι παραπάνω από μία απλή στοχοποίηση του κλάδου. Στόχος των αλλεπάλληλων νομοθετικών
«μεταρρυθμίσεων» - στο πλαίσιο μιας απόλυτα στρεβλής και αναντίστοιχης προς την
πραγματικότητα κατανόησης της αναγκαιότητας δήθεν απελευθέρωσης του δικηγορικού
επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος ορθάνοιχτου επί σειρά ετών – είναι η πλήρης
απαξίωση των Δικηγόρων ως δημόσιων λειτουργών και της υψηλής αποστολής που
διαχρονικά καλούνται να επιτελέσουν εντός της πολιτείας μας.
Η επίκληση της τρόικας δεν αποτελεί παρά το
πρόσχημα για τη μονομερή επιβολή της βούλησης συγκεκριμένων, δυστυχώς ακόμα και
κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων, προβεβλημένων και προνομιούχων, που έχουν
φροντίσει να εξυπηρετήσουν – με αμφιλεγόμενες και μάλλον αδιαφανείς διαδικασίες
προσλήψεων και τοποθετήσεων στο δημόσιο τομέα – συγγενικά τους πρόσωπα,
συζύγους, αδελφές και θυγατέρες αυτών, σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού
Δημοσίου, το οποίο έχουν – κατά τα άλλα – ταχθεί να υπηρετούν…
Το δικηγορικό
σώμα της χώρας, σε πνεύμα πλήρους ομοψυχίας, καλείται να αντιμετωπίσει τις
ιστορικές αυτές προκλήσεις με υπευθυνότητα και σύνεση, αντιστεκόμενο σθεναρά σε
κοντόφθαλμες και δίχως συγκεκριμένο όραμα και σχεδιασμό ρυθμίσεις «μνημονιακής»
σύλληψης, που τυγχάνουν όλως ασύμβατες με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις
ιδιαιτερότητες του χώρου της Δικαιοσύνης και αντίθετες προς βασικές παραδοχές του
νομικού μας πολιτισμού και του δικαιικού μας συστήματος. Δεν θα επιτρέψουμε
την απαξίωση της Δικαιοσύνης, θα αντισταθούμε με κάθε νόμιμο και θεμιτό τρόπο
στην εμπορευματοποίηση και στην απαξίωση του λειτουργήματός μας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.