«Επειδή, ο Κώδικας
Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013) ορίζει στο άρθρο 61 ότι «1. (όπως
συμπληρώθηκε η παρ. αυτή με το άρθρο 7 παρ. 8 περ. α΄ του ν. 4205/2013, Α΄
242/6.11.2013) Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή
μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών
συμβουλίων …. και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την
έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης …. υποχρεούται να προκαταβάλει στον
οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που
προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των
λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον
τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα
Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε
Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή
Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση
ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν.
2915/2001 (Α΄ 109), όπου ισχύει … 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8
περ. β΄ του ν. 4205/2013)
Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και
υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν
παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους, καθώς και όταν εκπροσωπούν: α) διαδίκους
που αναγνωρίζονται ότι δικαιούνται του ευεργετήματος πενίας, σύμφωνα με τα
άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν.
3226/2004 (Α 24), β) διαδίκους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 82
παράγραφος 2 και της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 95 του Κώδικα, γ)
το Δημόσιο, δ) τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς
κοινωνικής ασφάλισης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με σύμβαση
πάγιας αντιμισθίας. Η συνδρομή των περιπτώσεων β, γ και δ αποδεικνύεται με
υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου … 4. Ο δικηγόρος, για την κατάθεση
κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, καθώς και για την παράστασή του
ενώπιον των δικαστηρίων... και για κάθε στάδιο της δίκης, οφείλει, στο πλαίσιο
της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει
το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η σχετική διαδικαστική πράξη είναι
απαράδεκτη. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ή ματαίωσης της δίκης, η
προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτήν, άλλως η
προκαταβολή ισχύει για τη νέα συζήτηση. 5. Δικηγόρος που παραβιάζει την
υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υποχρεούται να
καταβάλει το ποσό που όφειλε να προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους
χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε περίπτωση δε υποτροπής και
με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από
δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες … Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που
έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού
Συλλόγου [και] εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων
Εσόδων. 6. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται,
επί ποινή πειθαρχικού ελέγχου, να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους
οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που
παρέστησαν, χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του
παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του
διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου,
το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας». Περαιτέρω, στο Παράρτημα ΙΙΙ του
ανωτέρω Κώδικα προσδιορίζεται, εκτός άλλων, το ύψος των εισφορών που πρέπει να
καταβάλλονται για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, την κατάθεση
υπομνημάτων και δικογράφων πρόσθετων λόγων και την παράσταση κατά τη συζήτηση
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέλος, στην παρ. 11 του άρθρου 165 του
ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13 περ. δ΄ του ν.
4205/2013, ορίζεται ότι «Η ισχύς της παραγράφου 4 του άρθρου 61 του παρόντος
Κώδικα άρχεται από 1.11.2013».
Επειδή, τα άρθρα 20 παρ.
1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές
προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές
να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη
αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα
όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του
προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης
δικαστικής προστασίας (βλ. ΑΕΔ 27/2004, 33/1995, ΣτΕ Ολ. 777, 1375 - 76/2013,
601, 1619/2012, 3087 – 88/2011, κ.ά., πρβλ. ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ. 1852/2009,
3029/2008, 603/2002, κ.ά.). Περαιτέρω, οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 61
του Κώδικα Δικηγόρων, με τις οποίες ορίζεται ότι εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον
του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπομένης από την παρ. 1 του
ιδίου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική
διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του
Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση
σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το
αναγκαίο μέτρο. Υπό τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως παρέστησαν με τον πρώτο
αιτούντα δικηγόρο ο δεύτερος και η τρίτη αιτούσα, εφόσον δεν κατατέθηκε το κατά
τα ανωτέρω γραμμάτιο προκαταβολής εισφοράς στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Περαιτέρω, όμως, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς ασκείται από τον δεύτερο και την
τρίτη αιτούσα, δεδομένου ότι αυτοί με δήλωσή τους στο ακροατήριο ενέκριναν την
άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία υπογράφεται από τον πρώτο αιτούντα ως
δικηγόρο. Κατά τη συγκλίνουσα, εξάλλου, γνώμη των Συμβούλων M. Bηλαρά και Γ.
Τσιμέκα, η υποχρέωση προκαταβολής των επίμαχων εισφορών, αποβλέπουσα στην
κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των δικηγορικών συλλόγων και, γενικότερα, στην
ενίσχυση των δικηγόρων, συνάπτεται με την, υπό ευρεία έννοια, ανάγκη
αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, στην οποία μετέχουν ενεργώς οι
δικηγόροι, και από την άποψη αυτή παραδεκτώς, κατ’ αρχήν, θεσπίζεται. Περαιτέρω
δε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια ώστε να
προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, εφόσον η μη
προκαταβολή των επίμαχων εισφορών δεν συνεπάγεται, πάντως, το απαράδεκτο της
υπό κρίση αιτήσεως, αλλά μόνον της παραστάσεως του δεύτερου και της τρίτης
αιτούσας και, συνεπώς, δεν επάγεται κατάλυση του δικαιώματός τους προς παροχή
έννομης δικαστικής προστασίας. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ.
Παπαγεωργίου, Σπ. Χρυσικοπούλου και Κ. Κουσούλη, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν
εφαρμογή ως ερχόμενες σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το
οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι, ενώ με αυτές
επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που μπορεί να θεωρηθούν ότι συνάπτονται με την
απονομή της δικαιοσύνης (η κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του
οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η διασφάλιση της είσπραξης πόρων οργανισμών
κοινωνικής ασφάλισης των δικηγόρων (ΤΕΑΚ, Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή
Ταμείου Αλληλοβοήθειας ή ΛΕΑΔ) και η οικονομική ενίσχυση των νέων δικηγόρων), η
προβλεπόμενη, σε περίπτωση μη καταθέσεως του γραμματίου προκαταβολής των
ανωτέρω δικηγορικών εισφορών, ακυρότητα της διαδικαστικής πράξεως πλήττει τον
διάδικο και μάλιστα υπέρμετρα, δεδομένου ότι μπορεί να επιφέρει, σε περίπτωση που
καθίσταται άκυρη η κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ακόμη και την
κατάλυση του δικαιώματός του προς παροχή δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΑΕΔ
33/1995). Κατά δε τη γνώμη των Συμβούλων Χ. Ράμμου και Αικ. Σακελλαροπούλου, με
τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων επιδιώκεται η είσπραξη
μέρους της δικηγορικής αμοιβής, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η κάλυψη
λειτουργικών δαπανών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σκοποί δηλαδή που δεν
συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, ως
εκ τούτου δε η προβλεπόμενη δυσμενής για το διάδικο συνέπεια συνιστά μη ανεκτό
περιορισμό του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και αντίκειται στο άρθρο
20 του Συντάγματος (ΑΕΔ 33/1995)». (ste.gr)
Πηγή: legalnews24.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.