Άρθρο 214 Β
Δικαστική μεσολάβηση
1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου, για
τις οποίες τα μέρη έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους, μπορούν να
επιλυθούν και με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση. Η προσφυγή στη δικαστική
μεσολάβηση είναι προαιρετική και μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής
ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, με υποβολή γραπτής αίτησης από κάθε
ενδιαφερόμενο στον δικαστή μεσολαβητή. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφεται
συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς και αρμόδιος δικαστής μεσολαβητής είναι
αυτός που ασκεί τα καθήκοντά του στο αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση δικαστήριο
ή σ’ αυτό που ήδη η υπόθεση εκκρεμεί. Η αίτηση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε, αν
τα μέρη δεν έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς.
2. Σε κάθε ειρηνοδικείο, πρωτοδικείο
και εφετείο ορίζονται για δυο έτη, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα επιπλέον
έτος, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες αρχαιότερους ειρηνοδίκες,
πρωτοδίκες και εφέτες ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.
3. Το δικαστήριο στο οποίο είναι
εκκρεμής η υπόθεση μπορεί και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εφόσον τα
μέρη έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, να τα καλεί να
προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους, καθώς
και να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, αν τα μέρη συμφωνούν, σε σύντομη
δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου. Για τη σχετική συμφωνία και την
αναβολή της υπόθεσης γίνεται μνεία στα πρακτικά του δικαστηρίου. Κατά την μετ’
αναβολή δικάσιμο η υπόθεση συζητείται, εφόσον μέχρι τότε δεν έχει γίνει η
προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση ή κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου
πρακτικό ματαίωσης, κατάργησης ή αποτυχίας της μεσολάβησης.
4. Ο δικαστής μεσολαβητής, όταν
υποβληθεί η αίτηση δικαστικής μεσολάβησης, καλεί ενώπιόν του όλους τους
ενδιαφερομένους σε ημέρα και ώρα που ορίζεται απ’ αυτόν για την έναρξη της
μεσολάβησης και πρέπει στην πρόσκληση να αναφέρεται με συντομία η διαφορά. Αν
όλοι οι ενδιαφερόμενοι εξ αρχής δεν εμφανισθούν, η δικαστική μεσολάβηση
ματαιώνεται. Αν αρχικά δεν εμφανισθεί κάποιος από τους ενδιαφερομένους,
καλείται εκ νέου, οπότε αν και πάλι αυτός δεν εμφανισθεί, η δικαστική
μεσολάβηση επίσης ματαιώνεται. Η δικαστική μεσολάβηση καταργείται αν στην
εξέλιξη αυτής δεν εμφανισθεί κάποιος από τους ενδιαφερομένους ή δηλώσει ότι
αποχωρεί από αυτή.
5. Η δικαστική μεσολάβηση πρέπει να
διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη
συμφωνήσουν διαφορετικά. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλα οι
συμμετέχοντες δεσμεύονται να τηρήσουν το απόρρητο αυτής. Τα μέρη, οι νόμιμοι αντιπρόσωποί
τους ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους, όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα,
παρίστανται στη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης με πληρεξούσιους
δικηγόρους.
6. Η δικαστική μεσολάβηση
περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων
δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να απευθύνει στα μέρη
μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς, εξετάζεται δε ολόκληρη η
διαφορά, χωρίς δέσμευση από το ισχύον δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο. Η
δικαστική μεσολάβηση συνεχίζεται για όσο διάστημα κρίνεται από το δικαστή
μεσολαβητή ότι υπάρχει προοπτική επίλυσης της διαφοράς, αλλιώς αυτή θεωρείται
αποτυχούσα και περατώνεται η διαδικασία της. Για τις ενέργειες του δικαστή
μεσολαβητή και την εξέλιξη της δικαστικής μεσολάβησης τηρούνται πρακτικά, στα
οποία γίνονται οι αναγκαίες καταχωρήσεις. Συζητήσεις και προτάσεις των μερών
ενώπιον του δικαστή μεσολαβητή, για τις οποίες ισχύει το απόρρητο της
διαδικασίας, δεν καταχωρούνται στα πρακτικά.
7. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία
συντάσσεται ιδιαίτερο πρακτικό, που υπογράφεται από το δικαστή μεσολαβητή, τα
μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και κατατίθεται στη γραμματεία του
δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστής μεσολαβητής. Κατά την κατάθεση ο
ενδιαφερόμενος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η
αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών
και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από την κατάθεση στη
γραμματεία του δικαστηρίου ο περιεχόμενος στο πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης
τυχόν συμβιβασμός έχει όλα τα αποτελέσματα δικαστικού συμβιβασμού και η
εκκρεμής δίκη σε κάθε περίπτωση καταργείται στο μέτρο που το αντικείμενό της
καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών. Από τον ίδιο χρόνο το πρακτικό δικαστικής
μεσολάβησης αποτελεί, εφόσον υποχρεώνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εκτελεστό
τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ ΚΠολΔ).
8. Η προσφυγή στη δικαστική
μεσολάβηση αναστέλλει μέχρι την περάτωση αυτής και ανεξαρτήτως αποτελέσματος
κάθε διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και διακόπτει όλες τις παραγραφές και
προθεσμίες τις συναφείς με την υπόθεση. Το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται για
να δικασθεί υπόθεση για την οποία έγινε προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση,
διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας με απόφασή του κατά την εκφώνηση της
υπόθεσης που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Η δίκη συνεχίζεται, αν ακολούθως
κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου πρακτικό ματαίωσης, κατάργησης ή
αποτυχίας της μεσολάβησης. Από τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού αρχίζουν να
τρέχουν και πάλι οι παραγραφές και οι αποσβεστικές προθεσμίες που διακόπηκαν με
την προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση.
Άρθρο 215
παρ. 2 → καταργείται
Άρθρο 226
(τροποποιείται η παρ. 2)
2. Αμέσως μετά την κατάθεση της
αγωγής ο γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο πρωτότυπο της αγωγής της ημέρας
και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου
σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς
και το αντικείμενο της δίκης. Η ημέρα συζήτησης προσδιορίζεται σε χρόνο τέτοιο,
ώστε να τηρούνται οι προθεσμίες του άρθρ. 229. Στην περίπτωση του άρθρου 237,
κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής ο γραμματέας θέτει στο
πρωτότυπο και στα αντίγραφα ευδιάκριτη σημείωση στην οποία αναγράφεται η προθεσμία
κατάθεσης των προτάσεων για τον ενάγοντα και τον εναγόμενο και επισημαίνεται
ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη.
Άρθρο 229
(παραμένει το άρθρο και προστίθεται
παρ. 2)
1. Αντίγραφο της αγωγής με την κάτω
από αυτήν πράξη για τον προσδιορισμό δικασίμου και την κλήση για συζήτηση στην
ορισμένη δικάσιμο επιδίδεται στον εναγόμενο με την επιμέλεια του ενάγοντος.
2. Η επίδοση γίνεται εκατόν είκοσι
(120) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής και αν ο εναγόμενος ή κάποιος από
τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής εκατόν
πενήντα (150) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
Άρθρο 237
(αντικαθίσταται)
1. Ενώπιον του πολυμελούς
πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν
από τη δικάσιμο προτάσεις. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Μαζί με
τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και α) αντίγραφο των προτάσεων
ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και β) με ποινή
απαραδέκτου όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται
με τις προτάσεις τους. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό
επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά
το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της
υπόθεσης.
2. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο
υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της
κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του
δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν
προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που
υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο
εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί
να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί.
3. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις
γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε
ημέρες πριν από τη δικάσιμο, κατά τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, οπότε
κλείνει ο φάκελος και ορίζεται, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου, ο
εισηγητής της υπόθεσης, στον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος. Εκπρόθεσμη προσθήκη
δεν λαμβάνεται υπόψη. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και
Νέα Αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που
περιέχονται στις προτάσεις της παραγράφου 1. Οι διατάξεις της παραγράφου 2
εφαρμόζονται αναλόγως.
4. Οι διάδικοι μπορούν, έως τη
δωδέκατη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή
από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των
πραγματογνωμόνων, να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία
περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αντίκρουση των ισχυρισμών
που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παράγραφος 2. Ο γραμματέας το αργότερο
την τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση υποχρεούται να χορηγεί στους
διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.
5. Το αντίγραφο της αγωγής που
οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα αποδεικτικά και
διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία.
6. Μετά την περάτωση της δίκης οι
διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας
βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν υπάρχει
σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει
ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι
αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνον αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι
προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου.
7. Η κατάθεση των προτάσεων μπορεί
να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 119.
Επίσης με ηλεκτρονικά μέσα μπορεί να υποβάλλονται και τα σχετικά έγγραφα που
επικαλούνται με τις προτάσεις τους οι διάδικοι.
Άρθρο 238
(αντικαθίσταται)
Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου
και του ειρηνοδικείου οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και,
όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις, καταχωρίζονται στα πρακτικά. Οι διάδικοι
μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από
την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των
πραγματογνωμόνων να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία
σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες
βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση
ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφια β` και γ`, 2, 5 και 6 του
άρθρου 237.
Άρθρο 239
(προστίθεται νέο άρθρο)
1. Παρεμπίπτουσες αγωγές,
προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις της δίκης κατατίθενται και επιδίδονται το
αργότερο ενενήντα (90) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής, κύριες και
πρόσθετες παρεμβάσεις το αργότερο εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτησή της
και ανταγωγές τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτησή της, διαφορετικά είναι
απαράδεκτες. Οι προθεσμίες αυτές παρατείνονται κατά τριάντα (30) ημέρες για
όλους τους διάδικους αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του
διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Δικάσιμος για τη συζήτηση
όλων των παραπάνω διαδικαστικών πράξεων ορίζεται υποχρεωτικά αυτή της αγωγής
και γράφονται στο ίδιο με αυτή πινάκιο. Αναβολή της συζήτησης της αγωγής
προκειμένου να συνεκδικασθεί με κάποια από τις διαδικαστικές αυτές πράξεις, που
προσδιορίσθηκε σε διαφορετική δικάσιμο, αποκλείεται.
2. Η κατάθεση των προτάσεων και της
προσθήκης γίνεται μέσα στις προθεσμίες των άρθρων 237 ή 238. Μέσα στην
προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται και όλα τα επικαλούμενα με
αυτές αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα.
Άρθρο 260
(αντικαθίσταται η παρ. 2)
2. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες
από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, θεωρείται ότι
ο ενάγων παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής και αυτή διαγράφεται από το
πινάκιο.
Άρθρο 268
(τροποποιούνται οι παρ. 1 και 4)
1. Μετά την εκκρεμοδικία ο
εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή με δικόγραφο που επιδίδεται κατά τα
οριζόμενα στο άρθρ. 239.
4. Μετά την άσκηση της ανταγωγής, η
δωσιδικία της διατηρείται και αν η κύρια αγωγή απορριφθεί ή ο ενάγων την
ανακαλέσει ή παραιτηθεί από αυτήν.
Άρθρο 270
(επανέρχεται και αντικαθίσταται)
1. Ο δικαστής οφείλει πριν από τη
συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των λοιπών εισαγωγικών
δικογράφων, τα οποία όταν πρόκειται για δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή
ειρηνοδίκη διαβιβάζονται σ’ αυτούς οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη
συζήτηση. Εφόσον μέσα στην προθεσμία αυτή έχουν κατατεθεί και προτάσεις,
διαβιβάζονται και αυτές προς ενημέρωση του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου
ή ειρηνοδίκη επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως
προς τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών.
2. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι
αντιπρόσωποι τους οφείλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανισθούν
αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο
ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα.
3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες
πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους
εξετάζει κατά την κρίση του σύμφωνα με τα άρθρα 415 επόμενα. Οφείλει να
εξετάσει έναν από τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά.
Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν
τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.
4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο,
διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται
στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα
των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την
κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι
μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.
5. Υποθέσεις για τις οποίες δεν θα
διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη προεκφωνούνται από το πινάκιο κατά τη σειρά της
εγγραφής τους και συζητούνται αμέσως. Αν πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες και ο
χρόνος δεν επαρκεί για την εξέταση μαρτύρων σε όλες τις υποθέσεις του πινακίου,
διακόπτεται η συζήτησή τους για να εξετασθούν οι μάρτυρες ενώπιον των αυτών
δικαστών κατά την αμέσως επόμενη δικάσιμο του δικαστηρίου ή σε εμβόλιμη
δικάσιμο εντός του επόμενου μήνα. Οι εμβόλιμες δικάσιμοι ορίζονται με ευθύνη
του διευθύνοντος το δικαστήριο στην αρχή κάθε μήνα για τον επόμενο μήνα και
είναι μια για κάθε πολυμελή σύνθεση ή για κάθε δικαστή μονομελούς σύνθεσης.
Όταν η συζήτηση διακόπτεται, κατά τα ανωτέρω, για να εξετασθούν μάρτυρες, η ανακοίνωση
του χρόνου και του τόπου της εξέτασής τους γίνεται προφορικά κατά την αρχική
δικάσιμο από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου ή από τον δικαστή του
μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη, καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει
θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται. Η συζήτηση
ολοκληρώνεται με την εξέταση των μαρτύρων στη δικάσιμο που ορίστηκε, έστω και
χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
6. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με
βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις
που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.
7. Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση
των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει οι διάδικοι και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατά τη διάρκεια της συζήτησης να παρίστανται σε
άλλο τόπο και να ενεργούν εκεί διαδικαστικές πράξεις. Η συζήτηση αυτή
μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του
δικαστηρίου και στον τόπο, όπου παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους.
8. Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση
των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει την εξέταση μαρτύρων,
πραγματογνωμόνων και διαδίκων χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα
συνεδρίασης του, η δε σχετική απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα
μέσα. Η εξέταση μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα
συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο εξέτασης των μαρτύρων,
πραγματογνωμόνων και διαδίκων. Η εξέταση αυτή, η οποία θεωρείται ότι διεξάγεται
ενώπιον του δικαστηρίου, έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο
ακροατήριο.
Άρθρο 271
(αντικαθίσταται)
1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος
κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση
για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα.
2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου.
2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου.
Άρθρο 571
(αντικαθίσταται)
Ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει να
συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αναίρεσης, καθώς και για το
παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, και να την καταθέσει στη γραμματεία του
Αρείου Πάγου πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Οι διάδικοι έχουν
το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της έκθεσης του εισηγητή.
Άρθρο 691
(αντικαθίσταται)
1. Το δικαστήριο μπορεί και
αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σχηματισμό
της κρίσης του και με την απόφασή του, που οφείλει να εκδώσει εντός τριάντα
ημερών από τη συζήτηση, δέχεται ή απορρίπτει ολόκληρη ή εν μέρει την αίτηση, με
συνοπτική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του επικαλούμενου
δικαιώματος και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης.
2. Η απόφαση που διατάζει
ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό μέτρο και να αναφέρει
συνοπτικά το δικαίωμα, στην εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει ή την
κατάσταση την οποία ρυθμίζει.
3. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι
υπάρχει ανάγκη, έχει το δικαίωμα, μόλις κατατεθεί η αίτηση και ώσπου να εκδοθεί
η απόφασή του, να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή διαταγή, που
καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, σχετικά με τα μέτρα που
πρέπει να ληφθούν έως την έκδοση της απόφασής του για την εξασφάλιση ή τη
διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης.
4. Η συζήτηση της προσωρινής
διαταγής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δυο (2)
ημερών από την κατάθεση της αίτησης. Αν ο δικαστής κρίνει ότι είναι αναγκαία η
εμφάνιση του καθ’ ου η αίτηση τον καλεί με οποιονδήποτε τρόπο μέσα στην
παραπάνω προθεσμία. Αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής η
σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα
(30) ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, διαφορετικά παύει αυτοδικαίως
η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που
δικάζει την αίτηση. Σε κάθε περίπτωση ο καθ’ ου η αίτηση διατηρεί το δικαίωμα
να ζητήσει την ανάκληση της προσωρινής διαταγής.
5. Η προσωρινή διαταγή που έχει ως
αντικείμενο την απαγόρευση μεταβολής της πραγματικής ή νομικής κατάστασης
ακινήτου ή πλοίου ή αεροσκάφους επιδίδεται, μαζί με την αίτηση ασφαλιστικών
μέτρων επί της οποίας εκδόθηκε, στην αρχή που είναι αρμόδια να τηρεί το βιβλίο
κατασχέσεων ή το νηολόγιο ή το μητρώο, και εγγράφεται στο αντίστοιχο βιβλίο,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 713 και 714, οι οποίες εφαρμόζονται
αναλόγως.
Άρθρο 691 Α
(καταργείται)
Άρθρο 697
(τροποποιείται)
Το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο
όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί, με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο
συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει
ολικά ή εν μέρει την απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα. Ο δικαστής, και
στο πολυμελές πρωτοδικείο, ο πρόεδρος, ορίζουν την δικάσιμο και την προθεσμία
κλήτευσης.
Άρθρο 700
(τροποποιείται η παρ. 3)
3. Οι προσωρινές διαταγές που
αναφέρονται στο άρθρο 691 παρ. 3 εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την
αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε και, αν
πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, του προέδρου του.
Άρθρο 958
παρ. 2 → καταργείται
Άρθρο 972
παρ. 1β
αντικαθίσταται η φράση
«το αργότερο 5 ημέρες πριν από τον
πλειστηριασμό» σε «…το αργότερο μέσα σε 15 ημέρες από τον πλειστηριασμό»
Άρθρο 975
(αντικαθίσταται)
Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα
γίνεται με την εξής σειρά. Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που
ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται:
1) οι απαιτήσεις για την κηδεία ή νοσηλεία εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων τους, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις αποζημίωσης των δανειστών, λόγω αναπηρίας ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80 %) και άνω, με εξαίρεση την ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης.
1) οι απαιτήσεις για την κηδεία ή νοσηλεία εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων τους, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις αποζημίωσης των δανειστών, λόγω αναπηρίας ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80 %) και άνω, με εξαίρεση την ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης.
2) οι απαιτήσεις για την παροχή
τροφίμων αναγκαίων για τη συντήρηση εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η
εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων τους, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους
έξι μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.
3) Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση
τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές,
έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, που αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή
από τον οφειλέτη, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την
ημερομηνία ορισμού του πλειστηριασμού ή κήρυξης της πτώχευσης. Οι αποζημιώσεις
λόγω καταγγελίας της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των
δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής,
κατατάσσονται στην τάξη αυτή, ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Οι
απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και
επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που
επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις
των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας της γενικής γραμματείας κοινωνικών
ασφαλίσεων αποκλειστικά κατά του οφειλέτη, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε
περίπτωση θανάτου του υποχρέου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις
αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά (67 %) και άνω, εφόσον
προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία έως την ημερομηνία του πλειστηριασμού ή
την κήρυξη της πτώχευσης.
4) οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών
συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων, αν προέκυψαν κατά τους
τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.
5) οι απαιτήσεις του Δημοσίου και
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από κάθε αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε
φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις προσαυξήσεις αυτές.
6) οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού
κατά του οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος έχει ή είχε στο παρελθόν την ιδιότητα
της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2 του
ν. 2396/1996 και οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού εφόσον έχουν προκύψει εντός
δύο (2) ετών πριν από την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού ή κήρυξης
της πτώχευσης.
Άρθρο 977
(αντικαθίσταται)
1. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του
άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 3, προτιμώνται οι
πρώτες. Αν συρρέουν απαιτήσεις του άρθρου 975 αριθ. 1 έως 3 με απαιτήσεις του
άρθρου 976 αριθ. 1 και 2, τότε, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 αριθ. 1 έως 3
ικανοποιούνται έως τα δυο τρίτα (2/3) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει
να διανεμηθεί στους πιστωτές και το ένα τρίτο (1/3) διατίθεται για να
ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2. Από τα υπόλοιπα που
απόμειναν από τα δυο τρίτα (2/3) ή από το ένα τρίτο (1/3), μετά την ικανοποίηση
των απαιτήσεων των άρθρων 975 αριθ. 1 έως 3 και 976 αριθ. 1 και 2 κατά το
προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από
τις προαναφερόμενες κατηγορίες που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Αν όμως δεν
ικανοποιήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2 και στο
εναπομένον υπόλοιπο του πλειστηριάσματος οι απαιτήσεις αυτές συρρέουν με
απαιτήσεις του άρθρου 975 αριθ. 4 έως 6, κατατάσσονται οι μεν απαιτήσεις του
άρθρου 975 αριθ. 1 και 2 στα δυο τρίτα (2/3) του εναπομένοντος κατά τα ανωτέρω
πλειστηριάσματος, οι δε απαιτήσεις του άρθρου 975 αριθ. 4 έως 6 στο ένα τρίτο
(1/3) αυτού.
2. Αν υπάρχουν περισσότερες
απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976,η απαίτηση της
προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι
της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις
από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθ. 2, ακολουθείται η κατά το
ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
3. Το ποσό που απομένει μετά την
ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 διανέμεται συμμέτρως στους
υπόλοιπους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.
Άρθρο 1009
(τροποποιείται)
Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε
ήταν μισθωμένο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 614 και 616 του
Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση του άρθρου 615 ΑΚ η περίληψη εκτελείται κατά του
μισθωτή, αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν αφότου η
περίληψη επιδοθεί στον μισθωτή.
Πηγή: dslar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.