Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναμόρφωση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, που συστάθηκε με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αρ. 27789 / 17-3-2010 (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 96/ 17-3-2010) χρησιμοποίησε ως βάση για τη σύνταξη του σχεδίου της τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα.

Ο Κώδικας αυτός, παρά το γεγονός ότι απηχεί κατά βάση απόψεις του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, εμφανίζεται σύμφωνος με τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου που έχουν κατοχυρωθεί σε μεταγενέστερα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το ελληνικό Σύνταγμα του 1975.
Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας υιοθετεί κατά βάση τις αρχές του αντικειμενικού ποινικού δικαίου, με σεβασμό στις αρχές της νομιμότητας και της ενοχής. Παράλληλα, στο Ειδικό του Μέρος, η κατάταξη των εγκλημάτων γίνεται σύμφωνα με τις επικρατούσες και σήμερα αντιλήψεις για τη διάκριση των αξιόποινων πράξεων με βάση το προσβαλλόμενο από αυτές έννομο αγαθό.
Έτσι, το έργο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ήταν εξαρχής απολύτως ορισμένο. Έπρεπε :
(α) Να αποκαθάρει τον Ποινικό Κώδικα από επιμέρους ρυθμίσεις που νοθεύουν τον
κατά βάση αντικειμενικό χαρακτήρα του ποινικού μας δικαίου.
(β) Να διαμορφώσει ένα σύστημα ποινικών κυρώσεων που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις για τις ποινές.
(γ) Να αφαιρέσει από τον Ποινικό Κώδικα εγκλήματα τα οποία με την πάροδο του χρόνου έχουν χάσει τη σημασία τους και δεν φαίνεται να εμπεριέχουν ουσιαστικό άδικο.
(δ) Να διαγράψει διατάξεις οι οποίες δεν προστατεύουν υπαρκτά και σημαντικά για το κοινωνικό σύνολο αγαθά, αλλά αποτελούν έκφραση της ιδεολογίας του νομοθέτη.
(ε) Να εντάξει στον Ποινικό Κώδικα εγκληματικές πράξεις οι οποίες θίγουν σημαντικά για τις σύγχρονες κοινωνίες έννομα αγαθά και οι οποίες δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στο βασικό μας ποινικό νομοθέτημα, όπως είναι τα εγκλήματα σε βάρος του περιβάλλοντος ή των πληροφορικών συστημάτων.
(στ) Να φροντίσει για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συχνά παραβιάστηκε με επιμέρους αποσπασματικές ρυθμίσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, οι βασικές αλλαγές που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή σε ό, τι αφορά το Γενικό Μέρος του νέου Ποινικού Κώδικα. είναι οι ακόλουθες:
1. Ήδη στο πρώτο άρθρο του Κώδικα τονίζεται με μια σημαντικής συμβολικής σημασίας διάταξη ότι ο Ποινικός Κώδικας τιμωρεί μόνο πράξεις που προσβάλλουν βασικά στοιχεία της ύπαρξης και συνοχής της ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι πράξεις οι οποίες δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα έννομα αγαθά δεν μπορούν να είναι αξιόποινες.
2. Διευρύνονται τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες που έχουν προκύψει από την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ορίζεται, λοιπόν, ότι στις περιπτώσεις που η πράξη τελείται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η Ελλάδα, εφόσον στο έδαφός της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, με αποτέλεσμα οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι να εφαρμόζονται σε όλες αυτές, τις πράξεις.
3. Διευρύνεται σημαντικά η έννοια των «οικείων» στο πλαίσιο του Ποινικού
Κώδικα, ώστε να περιλαμβάνει πλέον και τα μέλη της λεγόμενης «κοινωνικής;» οικογένειας, στην οποία η σύγχρονη κοινωνία έχει αναγνωρίσει ρόλο αντίστοιχο με εκείνον της οικογένειας; που στηρίζεται σε γάμο.
4. Καταργείται το κατά συνήθεια τελούμενο έγκλημά ως διακεκριμένη μορφή αξιόποινης πράξης, καθώς έγινε δεκτό ότι η ύπαρξη «σταθερής ροπής» στην
τέλεση ενός εγκλήματος υποδεικνύει μείωση των δυνατοτήτων του δράστη να αντισταθεί στην τέλεση της αξιόποινης πράξης, που θα έπρεπε να οδηγεί σε μείωση και όχι σε επαύξηση της ποινικής κύρωσης.
5. Αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ότι η παράλειψη μπορεί κάποτε να έχει μικρότερη απαξία από την πράξη και για το λόγο αυτό προσφέρεται στο δικαστή η δυνατότητα να επιβάλλει μειωμένη ποινή στα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης.
6. Καταργούνται τα πταίσματα από την κατηγορία των εγκλημάτων, τα οποία πλέον διακρίνονται μόνο σε κακουργήματα και πλημμελήματα, ανάλογα με την απειλούμενη γι' αυτά ποινή.
7. Διευρύνεται το περιεχόμενο των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων, ώστε να εμπίπτουν στις σχετικές διατάξεις και οι περιπτώσεις που το αποτέλεσμα καλύπτεται από δόλο του δράστη, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ' άλλη διάταξη.
8. Ορίζεται ρητά ότι το άδικο έχει αμιγώς αντικειμενικό χαρακτήρα. Έτσι προβλέπεται ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας μιας πράξης, ανεξαρτήτως του αν ο δράστης γνωρίζει η όχι τη συνδρομή των λόγων που το αίρουν.
9. Η πλάνη ως προς τη συνδρομή λόγων άρσης του αδίκου ορίζεται ρητά ως νομική, ώστε να αίρεται ο καταλογισμός του δράστη μόνο όταν αυτή είναι συγγνωστή και να εξασφαλίζεται έτσι στο μέγιστο δυνατό βαθμό η προστασία των έννομων αγαθών από εγκληματικές πράξεις.
10. Προσφέρεται εντούτοις στον δικαστή η δυνατότητα να επιβάλει μειωμένη ποινή στον δράστη μιας αξιόποινης πράξης όταν εσφαλμένα πίστευε ότι
δικαιούνταν να την τελέσει.
11. Εντάσσεται στον Ποινικό Κώδικα, ως αυτοτελής λόγος άρσης του καταλογισμού, το λεγόμενο τραγικό ηθικό δίλημμα και προσδιορίζονται στο νόμο οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί αυτό να λειτουργήσει.
12. Προβλέπεται ρητά η δυνατότητα ύπαρξης απόπειρας και στο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, στις περιπτώσεις που το βασικό έγκλημα δόλου μένει στο στάδιο της απόπειρας.
13. Καταργείται η διάταξη για την απρόσφορη απόπειρα, η οποία αποτελεί επιβίωση υποκειμενικών αντιλήψεων σχετικά με το άδικο.
14. Προβλέπεται η επιβολή μειωμένης στο μισό της ποινής της απόπειρας όχι μόνο στην περίπτωση της υπαναχώρησης από πεπερασμένη απόπειρα, αλλά και στην περίπτωση του λεγόμενου αποτυχημένου εγκλήματος, όταν η πράξη είναι άμεσα επαναλήψιμη.
15. Παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να αφήσει ατιμώρητο τον δράστη στην περίπτωση της υπαναχώρησης από πεπερασμένη απόπειρα.
16. Παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να επιβάλει μειωμένη ποινή στον ηθικό αυτουργό, μολονότι ορίζεται ότι κατά κανόνα τιμωρείται και αυτός με την ποινή του αυτουργού.
17. Καταργείται η διάκριση μεταξύ άμεσου και απλού συνεργού και  προβλέπεται ότι στον συνεργό επιβάλλεται καταρχήν μειωμένη ποινή. Παρέχεται όμως στο δικαστήριο η δυνατότητα να επιβάλει πλήρη ποινή αν ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.
18. Καταργείται η διάκριση μεταξύ φυλάκισης και κάθειρξης και προβλέπεται πλέον ενιαία ποινή φυλάκισης.
19. Η βαρύτερη ποινή της ισόβιας φυλάκισης απειλείται πάντα διαζευκτικά με τη φυλάκιση από 15 - 20 έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η φυλάκιση που απειλείται για τα κακουργήματα κυμαίνεται από 5 - 15 έτη. Η φυλάκιση για τα πλημμελήματα κυμαίνεται από 1 μήνα - 5 έτη.
 20. Αλλάζει ριζικά ο τρόπος προσδιορισμού των χρηματικών ποινών, για τον υπολογισμό των οποίων ως μονάδα μέτρησης ορίζεται η ημερήσια μονάδα, κατά το πρότυπο του ελβετικού Ποινικού Κώδικα. Προβλέπεται ειδικότερα ότι κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι' αυτή, ενώ στη συνέχεια καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη. Μέριμνα λαμβάνεται για τις περιπτώσεις που ο καταδικασμένος αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, όπως και για τις περιπτώσεις που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του δράστη μετά την επιμέτρηση της ποινής.
21. Προβλέπεται η δυνατότητα περαιτέρω μείωσης της μειωμένης ήδη ποινής
στις περιπτώσεις που στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις.
22. Διευρύνεται ο κατάλογος των ελαφρυντικών περιστάσεων και προβλέπονται
πλέον ρητά ως ελαφρυντικές περιστάσεις το ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη του από την ανάγκη εξεύρεσης εξαρτησιογόνων ουσιών ή διατελώντας υπό την επίδραση αυτών όντας εξαρτημένος, το ότι παραδόθηκε μόνος του αν και θα μπορούσε να διαφύγει, το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος και το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την έκτιση της ποινής του.
23. Ορίζεται ότι, κατά πλάσμα δικαίου, ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε  υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
24. Καταργείται από τις παρεπόμενες ποινές η απαρχαιωμένη αποστέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων και παραμένει η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και η δήμευση, ενώ προστίθεται ως παρεπόμενη ποινή και η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου.
25. Διευρύνεται το περιεχόμενο της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής ώστε να αντιμετωπιστούν και οι περιπτώσεις που τα προϊόντα του εγκλήματος και τα υπόλοιπα δημευτέα αντικείμενα έχουν αναμιχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί στο σύνολό τους ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση.
26. Καταργούνται απαρχαιωμένα μέτρα ασφαλείας, όπως η παραπομπή σε κατάστημα εργασίας, η φύλαξη ατόμων εξαρτημένων από ναρκωτικά ή αλκοόλ
και η απαγόρευση διαμονής, ενώ προβλέπεται ότι μέτρα ασφαλείας δεν μπορούν να επιβληθούν όταν η επιβολή τους παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
27. Καταργείται από τα μέτρα ασφαλείας η απέλαση, η οποία διατηρείται πλέον μόνο ως διοικητικής φύσης μέτρο, όπως στα περισσότερα σύγχρονα  ευρωπαϊκά κράτη.
28. Από τα διατηρούμενα μέτρα ασφαλείας εκσυγχρονίζεται η φύλαξη ατόμων με ψυχικές διαταραχές ή ανεπαρκή ανάπτυξη των πνευματικών λειτουργιών (ακαταλόγιστων ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό) και προεχόντως αναμορφώνονται οι διατάξεις που προβλέπουν τον περιοδικό δικαστικό έλεγχο
της διάρκειας της φύλαξης.
29. Καταργείται ο θεσμός της μετατροπής της ποινής, ο οποίος δεν είχε κανένα νομιμοποιητικό θεμέλιο και αγνοείται από όλες τις σύγχρονες νομοθεσίες.
30. Εκσυγχρονίζεται ο θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθώς έχει αποδειχθεί ότι όχι μόνο για τους πρωτόπειρους εγκληματίες, αλλά ακόμη και
για ανθρώπους που έχουν καταδικασθεί στο παρελθόν, η απειλή εκτέλεσης μιας σχετικά μικρής ποινής φυλάκισης, συνοδευόμενη από εναλλακτικά της ποινής μέτρα - στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κοινωφελής εργασία - είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την ίδια την έκτισή της στη φυλακή. Στις περισσότερες ξένες νομοθεσίες η ποινή αυτή είναι φυλάκιση ως δύο έτη. Η πρόταση καλύπτει ποινές ως τρία έτη.
31. Αλλαγές υιοθετούνται και στο θεσμό της αναστολής εκτέλεσης της ποινής για τους πρωτόπειρους εγκληματίες. Ειδικότερα, για ποινές ως τρία έτη προβλέπεται δυνατότητα του δικαστή να επιβάλλει πληρωμή της αποζημίωσης στο θύμα, ενώ για ποινές από τρία ως πέντε έτη προβλέπονται υποχρεωτικές συνεδρίες με τους επιμελητές και μια σειρά εναλλακτικών της ποινής μέτρων.
32. Αναστολή εκτέλεσης υπό όρους προβλέπεται και για τη χρηματική ποινή που επιβάλλεται σε πρωτόπειρους δράστες όταν αυτή δεν ξεπερνάει ορισμένο χρηματικό ποσό, καθώς κρίθηκε ότι και στις περιπτώσεις αυτές, εξαιτίας της μικρής βαρύτητας του εγκλήματος, η απειλή εκτέλεσης της ποινής μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά με την ίδια την εκτέλεση.

33. Καταργείται η διάκριση μεταξύ αληθινής πραγματικής και κατ ιδέα συρροής κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η τέλεση των εγκλημάτων με μία πράξη λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο που λειτουργεί υπέρ του υπαιτίου.
34. Καταργείται το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα ως αυτοτελές είδος εγκλήματος,
όπως εισήχθη στον Ποινικό μας Κώδικα το 1999, και διατηρείται μόνο ως τρόπος επιμέτρησης της ποινής, όπως εξαρχής προβλεπόταν.
35.Θεσμοθετούνται τρεις γενικοί λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής, πέραν εκείνων που προβλέπονται σε επιμέρους διατάξεις του Κώδικα. Προβλέπεται ειδικότερα ότι το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο πλημμελήματος από κάθε ποινή αν: α) έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής, β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στο θύμα δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε ενόψει και της μειωμένης ενοχής του, η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, ή γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας.
36. Διευρύνεται ο θεσμός της αντικατάστασης της στερητικής της ελευθερίας ποινής για τρεις κατηγορίες καταδικασμένων.
Σε ό,τι αφορά το Ειδικό Μέρος του Ποινικού κώδικα, οι βασικές αλλαγές που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή είναι οι ακόλουθες:
 1. Στα πρώτα 7 κεφάλαια του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, όπου έχουν ενταχθεί τα εγκλήματα κατά των κρατικών αγαθών, έχουν ενοποιηθεί οι διατάξεις που σήμερα βρίσκονται κατανεμημένες στα κεφάλαια 1 - 8, 11 και 12 του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα.  
2. Καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ πολιτειακής εξουσίας και υπηρεσίας, η προστασία της δικαστικής λειτουργίας αποσπάστηκε από εκείνη των υπόλοιπων υπηρεσιών και εντάχθηκε σε αυτοτελές Κεφάλαιο, αμέσως μετά από εκείνη των βασικών πολιτικών οργάνων.
3. Καταργήθηκε το Κεφάλαιο με τα εγκλήματα κατά της θρησκευτικής ειρήνης, καθώς τα περισσότερα από τα εγκλήματα που υπήρχαν σε αυτό δεν έθιγαν υπαρκτά έννομα αγαθά. Ορισμένα από αυτά, μέσω των οποίων προσβάλλεται η κοινωνική ειρήνη, εντάχθηκαν στο Κεφάλαιο με τα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης.
4. Καταργήθηκε επίσης το Κεφάλαιο με τα εγκλήματα κατά της στρατιωτικής υπηρεσίας, το οποίο δεν συναντάται σε κανένα από τους σύγχρονους Ποινικούς Κώδικες.
5. Καταργήθηκαν πολλές από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στα 5° και 6° Κεφάλαια όπου προστατεύεται η πολιτειακή εξουσία και η δημόσια τάξη, καθώς κρίθηκε ότι οι διατάξεις αυτές αποδίδουν κατά βάση την προσπάθεια του νομοθέτη να εξασφαλίσει την τήρηση των νόμων, χωρίς να εμπεριέχουν αυτοτελές άδικο. Καταργήθηκαν λ.χ. τα εγκλήματα των άρθρων 169, 171, 176, 182, 183, 185, 188, 193, 194, 195 ΠΚ και άλλα.
6. Στα εγκλήματα κατά κοινωνικών αγαθών, που τυποποιούνται στα Κεφάλαια 8- 12 του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα, τυποποιούνται για πρώτη φορά σε αυτοτελές Κεφάλαιο τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, στις διατάξεις του οποίου ενσωματώνονται και οι ρυθμίσεις των πρόσφατων ευρωπαϊκών Οδηγιών για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος και την τυποποίηση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλούν τα πλοία.
7. Στην ίδια ενότητα, και ειδικότερα στο 8° Κεφάλαιο, όπου περιγράφονται τα εγκλήματα κατά του νομίσματος, διευρύνεται το αξιόποινο ώστε να περιλάβει
και τις πράξεις που θίγουν άλλα αντίστοιχης σημασίας για τη σύγχρονη
οικονομική ζωή μέσα, όπως πιστωτικές κάρτες, κάρτες των ευρωεπιταγών, λοιπές κάρτες εκδιδόμενες από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ταξιδιωτικές επιταγές, ευρωεπιταγές λοιπές επιταγές και συναλλαγματικές.
8. Στο ίδιο Κεφάλαιο τυποποιείται για πρώτη φορά η πράξη της καθ' υπέρβαση κατασκευής νομισμάτων.
9. Στο 10ο  Κεφάλαιο με τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα νια πρώτη φορά και η απελευθέρωση γενετικά  τροποποιημένων ή παθογενών οργανισμών.
10. Στα εγκλήματα κατά ατομικών αγαθών, που τυποποιούνται στα Κεφάλαια 13 - 22 του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα, τυποποιούνται νια πρώτη φορά σε αυτοτελές Κεφάλαιο τα εγκλήματα κατά των πληροφοριακών συστημάτων, στις διατάξεις του οποίου ενσωματώνονται και οι ρυθμίσεις της πρόσφατης σχετικής Πρότασης ευρωπαϊκής, Οδηγίας.
11. Λόγω του νέου αυτού Κεφαλαίου, οι ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα
για την παραβίαση απορρήτων (σημερινό 22ο κεφάλαιο) διαμορφώνονται αναλόγως με (νέο) τίτλο του 20ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα: «Προσβολές του ατομικού απορρήτου και της απόρρητης επικοινωνίας». Σ' αυτό έχει ενταχθεί διάταξη, σύμφωνα με την οποία η χρήση πληροφορίας ή υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τρόπο που συνιστά παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας ή προφορικής συνομιλίας δεν είναι αθέμιτη αν έγινε ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής και συντρέχει λόγος που αίρει το άδικο, ιδίως αν πρόκειται για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου.
12. Στην ίδια ενότητα, τα Κεφάλαια με τα εγκλήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας έχουν ενοποιηθεί στο 13ο  Κεφάλαιο, το οποίο
περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες: Εγκλήματα βλάβης της ζωής, εγκλήματα βλάβης της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας και προσβολές του εμβρύου. Στη δεύτερη ενότητα έχει ενσωματωθεί η ρύθμιση για την ενδοοικογενειακή βία, ενώ στην τέταρτη ενότητα τυποποιείται νια πρώτη φορά η από αμέλεια θανάτωση του εμβρύου ή η πρόκληση σωματικής βλάβης σε αυτό κατά την πραγματοποίηση προγεννητικού ελέγχου ή κατά τη διάρκεια του τοκετού.
13. Τιμωρείται επίσης για πρώτη φορά ο γιατρός ο οποίος κατά τη διάρκεια προγεννητικού ελέγχου μετά την εικοστή εβδομάδα της κύησης δεν διαγιγνώσκει από αμέλειά του σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου που επάγεται τη γέννηση παθολογικού νεογνού, εφόσον η πάθηση αυτή εμφανισθεί στο νεογνό.

14. Στο 14ο  Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού κώδικα έχουν ενταχθεί τα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας που περιγράφονται σήμερα στο 18ο  Κεφάλαιο. Από τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού διαγράφηκαν ως απαρχαιωμένες οι διατάξεις των άρθρων 323 (εμπόριο δούλων), 327 (ακούσια απαγωγή γυναίκας), 328 (εκούσια απαγωγή ανήλικης γυναίκας) και 335 ΠΚ (απατηλή διέγερση σε μετανάστευση). Επίσης καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 332 ΠΚ (εξαναγκασμός σε παύση εργασίας), διότι κρίθηκε ότι επαρκώς αντιμετωπίζεται η πράξη με τη διάταξη για την παράνομη βία.
15. Ενοποιήθηκαν σε μία διάταξη τα άρθρα 323Α και 351 του Ποινικού Κώδικα, όπου τυποποιούνται τα εγκλήματα της εμπορίας ανθρώπων και της σωματεμπορίας, ώστε να είναι σαφές πως το κοινά προσβαλλόμενο από τις πράξεις αγαθό είναι η ελευθερία. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε το περιεχόμενο του εγκλήματος, ώστε ως μορφή εκμετάλλευσης να θεωρείται και ο πορισμός οικονομικού οφέλους από την εγκληματική δραστηριότητα του θύματος.
16. Η διάταξη του άρθρου 324 (αρπαγή ανηλίκου) μεταφέρθηκε στο κεφάλαιο
με τα εγκλήματα κατά της οικογένειας.
17. Σοβαρές αλλαγές έχουν γίνει στο 15ο  Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα, όπου εντάχθηκαν τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της ανηλικότητας. Το Κεφάλαιο χωρίστηκε σε τρεις ενότητες: στην πρώτη περιγράφονται προσβολές του γενετήσιου αυτοπροσδιορισμού, στη δεύτερη η σεξουαλική παρενόχληση και στην τρίτη οι προσβολές της ανηλικότητας. Η καταγραφή αυτή διευκολύνει την επίλυση ζητημάτων συρροής που είχαν απασχολήσει την πράξη τα προηγούμενα χρόνια.
18. Στην πρώτη ενότητα του Κεφαλαίου, σημαντική αλλαγή πραγματοποιείται στο έγκλημα του βιασμού, του οποίου προβλέπεται πλέον η αυτεπάγγελτη δίωξη χωρίς τη δυνατότητα δήλωσης ψυχικού τραυματισμού. Σημαντική αλλαγή πραγματοποιείται επίσης στο έγκλημα του άρθρου 343 ΠΚ, το περιεχόμενο του οποίου διευρύνεται, ώστε να περιλαμβάνει πλέον κάθε μορφή κατάχρησης μιας σχέσης εργασιακής εξάρτησης μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων.
19. Στη δεύτερη ενότητα έχουν τυποποιηθεί τα εγκλήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης στην υπηρεσία, όπου έχουν ενταχθεί και οι πράξεις που περιγράφονται σήμερα στο ν. 3488/2006.
20. Τέλος, στην τρίτη ενότητα έχουν ενταχθεί όλα τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της ανηλικότητας, μαζί με τα εγκλήματα της πορνογραφίας ανηλίκων και της μαστροπείας, στα οποία έχουν ενταχθεί και όλες οι προβλέψεις της σχετικής Πρότασης ευρωπαϊκής Οδηγίας.
21. Από τις διατάξεις του ισχύοντος 19ου  Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα έχουν διαγραφεί μια σειρά διατάξεων που αποδίδουν κατά βάση την ιδεολογική τοποθέτηση του Έλληνα νομοθέτη έναντι συγκεκριμένων τρόπων συμπεριφοράς. Καταργήθηκαν έτσι οι διατάξεις των άρθρων 347 (παρά φύση ασέλγεια), 348 παρ. 1 (διευκόλυνση ακολασίας άλλων), 350 ΠΚ (εκμετάλλευσης πόρνης) και άλλες. Καταργήθηκε επίσης ως απαρχαιωμένη η διάταξη του άρθρου 341 ΠΚ (απατηλή επίτευξη συνουσίας). Τέλος μεταφέρθηκαν στο Κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της οικογένειας οι διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΠΚ (αιμομιξία και ασέλγεια μεταξύ συγγενών).
22. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά περιγράφεται στο Κεφάλαιο αυτό το περιεχόμενο της σεξουαλικής πράξης - όρος με τον οποίο αντικαθίσταται ο μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενος όρος της ασελγούς πράξης -, της πράξης σεξουαλικού χαρακτήρα, της χειρονομίας σεξουαλικού χαρακτήρα, της παιδικής πορνογραφίας και της πορνογραφικής παράστασης.
23. Σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει και στο 19ο  Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα, όπου περιγράφονται τα εγκλήματα κατά της οικογένειας. Καταργήθηκαν ως απαρχαιωμένα τα εγκλήματα των άρθρων 355 (απάτη σχετικά με το γάμο) και 356 ΠΚ (διγαμία), προστέθηκαν τα εγκλήματα της αρπαγής ανηλίκου και της σεξουαλικής πράξης μεταξύ συγγενών που μεταφέρθηκαν από το Κεφάλαιο με τις προσβολές κατά της ελευθερίας και της γενετήσιας αυτοδιάθεσης αντίστοιχα και τυποποιήθηκαν για πρώτη φορά στον Ποινικό Κώδικα ως έγκλημα οι παραβάσεις της νομοθεσίας σχετικά με την υιοθεσία.
24. Αλλαγές έχουν γίνει και στο 21ο  Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα, όπου περιγράφονται τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπως αυτά τυποποιούνται σήμερα στο 23ο  Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Από το Κεφάλαιο αυτό έχουν διαγραφεί, επειδή «κρίθηκε ότι δεν περιέχουν εγκληματικό άδικο, οι πράξεις που περιγράφονται στα άρθρα 373 (τυμβωρυχία) και 376 ΠΚ (παρασιώπηση ανεύρεσης).
25. Η πιο σημαντική ωστόσο αλλαγή, τόσο στο Κεφάλαιο αυτό, όσο και στο Κεφάλαιο όπου περιλαμβάνονται τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, είναι ότι καταργείται πλέον η αναφορά σε συγκεκριμένο ύψος ποσού, με τη συνολική αποτίμηση του οποίου διαφοροποιείται ο χαρακτήρας των εγκλημάτων από πλημμελήματα σε κακουργήματα. Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η ιδιαίτερα μεγάλη αξία ενός χρηματικού ποσού δεν μπορεί παρά να κρίνεται με βάση τις επικρατούσες σε κάθε χρονική στιγμή συνθήκες, τις οποίες μόνο το δικαστήριο είναι σε θέση να αποτιμήσει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν θεωρείται σωστό να αθροίζεται το ποσό το οποίο με διαφορετικές πράξεις εξασφαλίζει ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές οι επιμέρους πράξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με επάρκεια με βάση τους κανόνες της συρροής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.